φιλοπεριέργεια

φιλοπεριέργεια
η
η αδιάκριτη περιέργεια, η αδιακρισία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλοπεριέργεια — η, Ν [φιλοπερίεργος] υπερβολική περιέργεια, αδιακρισία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”